ακαβούρδιστος

ακαβούρδιστος
ακαβούρντιστος, η , ο неподжаренный (о еде), нежареный (о кофе и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ακαβούρδιστος" в других словарях:

  • ακαβούρδιστος — ακαβούρδιστος, η, ο και ακαβούρντιστος, η, ο αυτός που δεν καβουρντίστηκε καλά ή καθόλου, άψητος: Άφησες τον καφέ ακαβούρντιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαβούρδιστος — και ακαβούρντιστος, η, ο [καβουρδίζω] αυτός που δεν έχει καβουρδιστεί ή καβουρδίστηκε ανεπαρκώς, άφρυκτος, άψητος …   Dictionary of Greek

  • ακοκκίνιστος — ακοκκίνιστος, η, ο και ακοκκίνιγος, η, ο 1. αυτός που δε βάφτηκε με κόκκινο χρώμα: Εκείνο το Πάσχα κόκκινη μπογιά δεν υπήρχε, και τα αβγά έμειναν ακοκκίνιστα. 2. αυτός που δεν κοκκινίζει, ο αδιάντροπος: Όσα και να του λεγες δεν τον ένοιαζε· ήταν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»